μαγνησία

μαγνησία
I
Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία-μνημεία).
II
Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας.
1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από τους Μάγνητες της Θεσσαλίας (βλ. λ. Μαγνησίας, νομός) και γρήγορα άκμασε. Τον 7o αι. π.Χ. την υπέταξε ο βασιλιάς της Λυδίας Γύγης. Το 657 π.Χ. οι Κιμμέριοι επιτέθηκαν στην πόλη και την κατέστρεψαν· ωστόσο, οι κάτοικοι της γειτονικής Μιλήτου βοήθησαν στην ανοικοδόμησή της. Τον 6o αι. π.Χ. την κατέλαβαν οι Πέρσες. Το 460 π.Χ. ο Αρταξέρξης τη δώρισε στον Θεμιστοκλή τον Αθηναίο, που είχε καταφύγει εκεί και εισέπραττε από αυτήν 50 τάλαντα τον χρόνο. Το 400 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Θίβρων έπεισε τους κατοίκους της, που υπέφεραν από τις πλημμύρες του Μαιάνδρου, να μετοικήσουν στις ανατολικές πλαγιές του όρους Θώρακος και στη Λεύκοφρυ. Χτίστηκε τότε νέα πόλη βάσει σχεδίου, τα ερείπια της οποίας βρέθηκαν τον 19ο αι. στα Δ του Αϊδινίου. Η Μ. άκμασε ιδιαίτερα στα χρόνια των Επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αρχικά υπαγόταν στο βασίλειο του Σελεύκου, το δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ. βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων, και έως το 133 π.Χ. της Περγάμου. Αργότερα η Μ. αντιστάθηκε στον Μιθριδάτη και διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Ρώμη, η οποία το 84 π.Χ. της έδωσε την ελευθερία της. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλη και συστηματική οικοδομική δραστηριότητα, και θεωρείται ένα από τα τέλεια παραδείγματα της εφαρμογής των διδαγμάτων της νέας επιστήμης, της πολεοδομίας, την εμφάνιση της οποίας επέτρεψαν οι κοινωνικές συνθήκες των ελληνιστικών χρόνων. Αρχιτέκτονας ήταν ο Ερμογένης από τα Αλάβανδα. Το συγκρότημα περιλαμβάνει τον ναό και τον βωμό της Λευκοφρυηνής Αρτέμιδος, που βρίσκονται ευθυγραμμισμένα με τον άξονα μιας μεγάλης πλατείας, η οποία περιβάλλεται από στοές και ενώνεται πλάγια με την Αγορά, με τις στοές της οποίας επικοινωνεί μέσω επιβλητικής πύλης. Στον μεγάλο χώρο της Αγοράς υψωνόταν στα Ν ο μικρός ναός του Δία και από την ίδια πλευρά ξεκινούσαν οι τέσσερις δρόμοι των ιδιωτικών συνοικιών της πόλης. Σημαντικά οικοδομήματα ήταν το θέατρο, του οποίου η σκηνή ήταν πολύ πλούσια κατασκευασμένη, το στάδιο και ένα γυμνάσιο ρωμαϊκής εποχής, που αποτελεί σήμερα το πιο επιβλητικό μνημείο. Τα ελληνικά γλυπτά (2ος-1ος αι. π.Χ.), που βρέθηκαν στη Μ. –διασκορπισμένα σήμερα στα μουσεία του Παρισιού, της Κωνσταντινούπολης και του Βερολίνου– παρουσιάζουν στενή συγγένεια με τη σχολή της Ρόδου. Η Μ. εξακολούθησε να είναι αξιόλογη πόλη κατά τη βυζαντινή εποχή, οπότε ήταν έδρα επισκόπου. Η παρακμή της άρχισε τον 11o αι. και αργότερα εξαφανίστηκε εντελώς. Σήμερα διασώζονται ελάχιστα ερείπιά της.
2. Πόλη στους πρόποδες του Σιπύλου, στην αριστερή όχθη του ποταμού Έρμου. Η ίδρυσή της ανάγεται στη μυθολογική εποχή. Το 17 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό και ανοικοδομήθηκε την εποχή του Τιβέριου.
III
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 123 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 13 χλμ. Α του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαδίου.
Ο Άγιος Νικόλαος των Καναλιών, όπου υπάρχουν αξιόλογες τοιχογραφίες του 13ου και 17ου αι.
* * *
η (Α μαγνησία, ιων. τ. μαγνησίη) ως κύρ. όν. νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ενώσεων τού μαγνησίου («θειική μαγνησία»)
2. (φαρμ.) είδος ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. μαγνέζια
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων
2. φρ. «μαγνησία λίθος» ή «μαγνησίη λίθος» — ο μαγνήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγνησία — μαγνησίᾱ , μαγνησία the magnet fem nom/voc/acc dual μαγνησίᾱ , μαγνησία the magnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησία — Μαγνησίᾱ , Μαγνησίη the magnet fem nom/voc/acc dual Μαγνησίᾱ , Μαγνησίη the magnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίᾳ — μαγνησίᾱͅ , μαγνησία the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησίᾳ — Μαγνησίᾱͅ , Μαγνησίη the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησία — η 1. είδος καθαρτικού. 2. (χημ.), διάφορες ενώσεις του μαγνησίου: Θειική μαγνησία. – Κιτρική μαγνησία. – «Κεκαυμένη» μαγνησία (οξείδιο του μαγνησίου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαγνησία — Sp Magnisijà Ap Μαγνησία/Magnysia L p lis ir nomas R Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Μαγνησία (Ιωνία) — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • μαγνησίας — μαγνησίᾱς , μαγνησία the magnet fem acc pl μαγνησίᾱς , μαγνησία the magnet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίαι — μαγνησίᾱͅ , μαγνησία the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίαν — μαγνησίᾱν , μαγνησία the magnet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”